Ο πραματευτής
Ο πραματευτής (Μπουντουλίνος) ήτουνε ίσαμε το 1960 μια από τσι πλιο μπελάτσούνες φιγούρες τση Κεφαλονιάς.
Αμα είχε εδικόνε του γαίδαρο, εφόρτωνε σε ευκειόνε την πραμάτεια του. Αμα δεν είχε, τήνε φορτωνότανε τσου ώμους ο ίδιος κι έπαιρνε με την αράδα και τα 365 χωριά τση. Στο έμπα του κάθε χωριού αρκίναε το σφυριχτιό με τη τζαμπούνα του που άμα τηνε ακούανε οι γυναίκες εκάνανε ωσά κουρλές. Απαρατάανε το σάρωμα στη μέση, τσι αναστησιές τσου να κλαίνε τσι κούνιες τσου, την παδέλα απάνου στην πυρωσιά να βράζει μονάχη τση και πηαίνανε ολοσιλίντρεχες να τόνε ασπετάρουνε στη μέση τση ρούγας. ?λλες να κάμουνε τα ψώνια τσου και άλλες - οι περσότερες - για ξεμπούρδισμα.
Περκέ, έδεπα που τα μιλιούμε τότενες ο Πραματευτής ήτουνε ο μόνος σερνικός που είχε αλισβερίσι με τσι ξένες γυναίκες από τη πλιό αθηρόστομη ίσαμε τη πλιό συνασταλμένη. Που να τορμήσουνε να τηράξουνε, πόσο το μάλλο να κουβεντιάσουνε με άλλονε.
Βεραμέντε, μέσα σ? εφκείνη τη μπαρτσελάδα, κανένας δεν έμενε με το λεμέντο. Ούλο και κάποια πονηρή ματιά, ούλο και κανένα τσίμπημα στο μάγουλο ή στο "νικολή" και πολλές βολές και κανένα φίλημα έπαιρνε η αφεντιά του. Ούλο και κανιά μπόλια, κανιά χτένα, ούλα και κανένα ροκέλο, ωσά μεγάλο, έπαιρνε η τσιμπημένη ή η φιλημένη.
Τώρα πλιο εχαθήκανε οι πραματευτάδες ωσάν έμποροι, εβγάνανε το σκασμό οι τσαμπούνες και οι κόρνες, εχαθήκανε και οι γάιδαροι ωσά γάιδαροι να τσου φορτώνουνε ωσά γαιδούρια οι γάιδαροι οι άνθρωποι, κι οι γυναίκες μπαίνουνε οι ίδιες μέσα στο ωτομομπίλι τσου