Κεφαλληνιακά Β' Αρχιτεκτονικά
Εζησα εις το Αργοστόλι τους φοβερούς σεισμούς του 1953. Είδα από κοντά τα πάντα να γκρεμίζονται και το σπίτι μου να καίεται...Επειτα από λίγες ημέρες έφευγα επιστρέφοντας στα Αθήνας.
Δειλινό του Αυγούστου. Την ώρα που έφευγα, ο ουρανός ήταν κατακόκκινος σαν ματωμένος. Το σκοτάδι της νύχτας που επλησίαζε, μαζί με το κόκκινο εκείνο χρώμα του ουρανού και το σκούρο της γης, έδιναν στα ερείπια ένα πένθιμο χρώμα μωβ, παράξενο εκείνη την ώρα και θρηνητικό, που με εντυπωσίασε. Κι όπως κοιτούσα, πάνω από το πλοίο που έφευγε, με τα μάτια ολάνοιχτα μου φάνηκε πως σηκώθηκε μπροστά μου το πιο συγκλονιστικό όραμα. Μου φάνηκε πως ξεπρόβαλαν ξαφνικά μέσα στα ερείπια χιλιάδες νεκροκεφαλές, με χέρια που τα σήκωναν μόλις από τη γη και τα κινούσαν προς εμέ με ικεσία. Μου φάνηκε πως μου μιλούσαν και με ρωτούσαν με παράπονο: «Φεύγεις κι εσύ, όπως κι οι άλλοι;»
Τα μάτια μου εβούρκωσαν, κι αμίλητος έδωσα αμέσως την απάντησή μου. Τους υποσχέθηκα νοερώς, πως δε θα αργήσω να ξαναγυρίσω και πως θα κάμω έργο μου να περιγράψω κάποτε και να παρουσιάσω όπως μπορώ τις αφανισμένες ομορφιές τους και τις χάρες τους...
Και να που ήρθε η ώρα! Πιστεύω πως μέσα στις εικόνες και τα κείμενα του βιβλίου αυτού υπάρχει κάτι από τη στοργική μου διάθεση, να εκπληρώσω την υπόσχεσή μου προς τα τραγικά ερείπια...
Ο συγγραφέας από τον πρόλογο του έργου.