Βάρδια
Βάρδια
Η Βάρδια εκδόθηκε για πρώτη φορά από τον Α. Καραβία το 1947, και έκτοτε επανεκδόθηκε στις εκδ. Κέδρος το 1980 (16 ανατυπώσεις μέχρι το 1989) και στις εκδ. 'Aγρα το 1989 (9 ανατυπώσεις από τον Δεκέμβριο 1989 μέχρι το 1996).
"Ο Νίκος Καββαδίας έγινε πολύ γνωστός στην Ελλάδα από την πρώτη του ποιητική συλλογή Μαραμπού, που εκδόθηκε το 1933 και που για καιρό πλήθος ναυτικοί την ήξεραν απέξω. Διατήρησε σ' όλη του τη ζωή το παρωνύμιο "Μαραμπού" - τ' όνομα του κακοσήμαδου και καταραμένου πουλιού που είχε διαλέξει στα είκοσί του χρόνια για να συμβολίσει τον εαυτό του.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο λόγος για τον οποίο ο Νίκος Καββαδίας δημοσίευσε τη Βάρδια το 1954, προτού σωπάσει για είκοσι χρόνια, ήταν για να εξερευνήσει ένα νέο εκφραστικό τρόπο. Ονειρεύτηκε εν συνεχεία - ή καμώθηκε πως ονειρεύτηκε - να γράψει Απομνημονεύματα. "Μα θα με σκοτώσουν αν τα διηγηθώ όλα", συνήθιζε να λέει. Στην πραγματικότητα η ίδια η Βάρδια ήταν μυθιστόρημα, ποίημα και αναμνήσεις συγχρόνως.
Υπάρχει καταρχάς η ιστορία ενός ταξιδιού. Στη θάλασσα της Κίνας ένα παμπάλαιο φορτηγό, σαπιοκάραβο -από εκείνα που είχαν ήδη πουληθεί για παλιοσίδερα και που οι Έλληνες εφοπλιστές τα πήγαιναν για επιδόρθωση στο Ρόντερνταμ κι ύστερα τα 'βαζαν να γυρίζουν τις θάλασσες για χρόνια ακόμα -, έχει βάλει πλώρη για το Σαντούν.
Αλλά το ουσιώδες έγκειται στις συνομιλίες σ' αυτές ακριβώς θεμελιώνεται το έργο. Στις ατέλειωτες ώρες της βάρδιας ο ναυτικοί -ο θερμαστής, ο καπετάνιος ή ο ασυρματιστής, όπως ήταν ο συγγραφέας- αναμασούν από κοινού την κατάστασή τους. Τη ζωή τους την αντιλαμβάνονται ως κατάρα, αλλά μια κατάρα που την αποδέχονται και την επιζητούν: δεν υπάρχει γι' αυτούς χειρότερη δυστυχία από τη στεριά, την αναγκαστική αργία, την αποχώρηση που τους θάβουν ζωντανούς. Υπάρχει μια παράδοξη διαλεκτική αγάπης και μίσους, δυσπιστίας και συνενοχής ανάμεσα σ' αυτούς τους ναυτικούς και το πλοίο τους: αιχμάλωτοι και ξεριζωμένοι μαζί, απεχθάνονται καθετί που θα μπορούσε να σταματήσει την πορεία τους, να τους ελευθερώσει.
Μέσω των συζητήσεών τους εισάγονται στην αφήγηση ανέκδοτα και αναμνήσεις - μια ολόκληρη σειρά από ιστορίες, εκτεταμένες ή σύντομες, κωμικές ή φρικιαστικές, πάντα συναρπαστικές, που συνιστούν το δεύτερο πλάνο του έργου. Τις πιο μακριές αφηγήσεις τις κάνει ο ασυρματιστής που εκπροσωπεί σαφώς το συγγραφέα και εξάλλου ονομάζεται Νικόλας, όπως εκείνος. Όταν η αφήγηση περνάει στο πρώτο πρόσωπο, περίπου στη μέση του βιβλίου, το μυθιστόρημα φτάνει στην αρτίωσή του. Με το τέχνασμα αυτό αποκτά πρώτα-πρώτα μια λυρική διάσταση: ένα πλήθος από ονειροπολήσεις ή φαντασιώσεις εκφράζονται μέσω αληθινών ποιημάτων σε πρόζα. Αλλά κυρίως τώρα το μυθιστόρημα παίρνει ένα χαρακτήρα εξομολόγησης. Εξάλλου, όλες οι αφηγήσεις των ναυτικών είναι επίσης εξομολογήσεις που αποσπώνται από χείλη που μοιάζουν να μη θέλουν να τις κάνουν. Οι εξομολογήσεις του ασυρματιστή, που είτε τραβούν σε μάκρος είτε, εντελώς αντίθετα, κομματιάζονται και ολοκληρώνονται στα κλεφτά με αποσπάσματα στη μέση άλλων αφηγήσεων, κυριαρχούν στο έργο. Ένα αίσθημα ενοχής τεράστιο, εμετικό, αφόρητο αναδίδεται απ' αυτές. "Ό,τι αγγίζω σαπίζει. Δεν πεθαίνει, σαπίζει". Μέσα σ' ένα κλίμα συντέλειας του κόσμου η πατρίδα-Ανατολή δεν επιφυλάσσει στον ταξιδιώτη παρά το θέαμα της ερήμωσης, της πορνείας, της σύφιλης και του θανάτου - καθρέφτη αψευδούς της σήψης του παρελθόντος που έχει μόλις βγει στην επιφάνεια ακολουθώντας το νήμα των αναμνήσεων. Σ' αυτόν τον τόπο καταγωγής δεν μπορούν καν ν' αράξουν. Ο αιώνιος πλάνης δεν είναι το δικαίωμα επιστροφής.
Περιπέτεια ξεχωριστή, εξωτική, φαντασμαγορία με χίλια χρώματα, πότε ποιητική, πότε άσεμνη, πότε παραληρηματική. Μα σίγουρα κι ακόμα πιο πολύ, εικόνα πιθανή, εικόνα πολύ αληθοφανής της άχαρης μοίρας μας. "
Michel Saunier (απόσπασμα από την εισαγωγή στη γαλλική έκδοση της Βάρδιας)